↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τοπολιάτισσα οι Τοπολιάτισσες
      γενική της Τοπολιάτισσας των Τοπολιατισσών
    αιτιατική την Τοπολιάτισσα τις Τοπολιάτισσες
     κλητική Τοπολιάτισσα Τοπολιάτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τοπολιάτισσα < Τοπολιάτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /to.poˈʎa.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Το‐πο‐λιά‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τοπολιάτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τοπολιάτης