Στύρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Στύρα | ||
γενική | των | Στύρων | ||
αιτιατική | τα | Στύρα | ||
κλητική | Στύρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Στύρα < αρχαία ελληνική Στύρα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsti.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στύ‐ρα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στύρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Νέα Στύρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | Στύρᾰ |
γενική | τῶν | Στύρων |
δοτική | τοῖς | Στύροις |
αιτιατική | τὰ | Στύρᾰ |
κλητική ὦ! | Στύρᾰ | |
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Στύρα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Στύρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Στύρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.