↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Στυρεύς οἱ Στυρεῖς - Στυρῆς*
      γενική τοῦ Στυρέως τῶν Στυρέων
      δοτική τῷ Στυρεῖ τοῖς Στυρεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Στυρέ τοὺς Στυρέᾱς
     κλητική ! Στυρεῦ Στυρεῖς - Στυρῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Στυρ1 ή Στυρεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Στυρέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Στυρεύς < Στύρ(α) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Στυρεύς αρσενικό