↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στουραΐτισσα οι Στουραΐτισσες
      γενική της Στουραΐτισσας των Στουραϊτισσών
    αιτιατική τη Στουραΐτισσα τις Στουραΐτισσες
     κλητική Στουραΐτισσα Στουραΐτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Στουραΐτισσα < Στουραΐτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stuˈɾai.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στου‐ραΐ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στουραΐτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → και δείτε τη λέξη Στύρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Στουραΐτης