↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Σάρδεις
      γενική των Σάρδεων
    αιτιατική τις Σάρδεις
     κλητική Σάρδεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Σάρδεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σάρδεις < αρχαία ελληνική Σάρδεις < λυδική 𐤳𐤱𐤠𐤭𐤣 (Sfard)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsar.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σάρ‐δεις

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σάρδεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Σάρδεις
      γενική τῶν Σάρδεων
      δοτική ταῖς Σάρδεσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς Σάρδεις
     κλητική ! Σάρδεις
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σάρδεις < λυδική 𐤳𐤱𐤠𐤭𐤣 (Sfard)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sár.deːs/ (αττική διάλεκτος 5ου αιώνα π.Χ.)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σάρ‐δεις

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σάρδεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό