πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ Σάρδεις
      γενική τῶν Σάρδεων
      δοτική ταῖς Σάρδεσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς Σάρδεις
     κλητική ! Σάρδεις
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Σάρδεις < λυδική 𐤳𐤱𐤠𐤭𐤣 (Sfard)

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σάρδεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  • πόλη της Μικράς Ασίας
      2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Ἀποκάλυψις Ἰωάννου, 1.11
    Ἐγώ εἰμι τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ο ἔσχατος· καί, Ὃ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον, καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν Ἀσίᾳ, εἰς Ἔφεσον, καὶ εἰς Σμύρναν, καὶ εἰς Πέργαμον, καὶ εἰς Θυάτειρα, καὶ εἰς Σάρδεις, καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν, καὶ εἰς Λαοδίκειαν.