Σάρδεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Σάρδεις | ||
γενική | των | Σάρδεων | ||
αιτιατική | τις | Σάρδεις | ||
κλητική | Σάρδεις | |||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Σάρδεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Σάρδεις < αρχαία ελληνική Σάρδεις < λυδική 𐤳𐤱𐤠𐤭𐤣 (Sfard)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsar.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σάρ‐δεις
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣάρδεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πόλη της Μικράς Ασίας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σάρδεις στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Σάρδεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | αἱ | Σάρδεις |
γενική | τῶν | Σάρδεων |
δοτική | ταῖς | Σάρδεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὰς | Σάρδεις |
κλητική ὦ! | Σάρδεις | |
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣάρδεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- πόλη της Μικράς Ασίας
Πηγές
επεξεργασία- Σάρδεις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σάρδεις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.