Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ριζούπολη οι Ριζουπόλεις
      γενική της Ριζούπολης* των Ριζουπόλεων
    αιτιατική τη Ριζούπολη τις Ριζουπόλεις
     κλητική Ριζούπολη Ριζουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ριζουπόλεως
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ριζούπολη < επώνυμο Ριζόπουλος + πόλη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾiˈzu.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρι‐ζού‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ριζούπολη θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία