Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ριζόπολη οι Ριζοπόλεις
      γενική της Ριζόπολης* των Ριζοπόλεων
    αιτιατική τη Ριζόπολη τις Ριζοπόλεις
     κλητική Ριζόπολη Ριζοπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ριζοπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾiˈzo.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρι‐ζό‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ριζόπολη