Ριζουπολίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ριζουπολίτισσα < Ριζουπολίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾi.zu.poˈli.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρι‐ζου‐πο‐λί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ριζουπολίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ριζουπολίτης
Συγγενικά
επεξεργασία- ριζουπολίτικος
- → και δείτε τη λέξη Ριζούπολη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ριζουπολίτης
Ριζουπολίτισσα
|