Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πρωσία οι Πρωσίες
      γενική της Πρωσίας των Πρωσιών
    αιτιατική την Πρωσία τις Πρωσίες
     κλητική Πρωσία Πρωσίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρωσία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Prusse + -ία με απλοποίηση των δύο s < γερμανική Preussen < λατινική Borussia[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρω‐σί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πρωσία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)