Πρωσίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πρωσίδα | οι | Πρωσίδες |
γενική | της | Πρωσίδας | των | Πρωσίδων |
αιτιατική | την | Πρωσίδα | τις | Πρωσίδες |
κλητική | Πρωσίδα | Πρωσίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾoˈsi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρω‐σί‐δα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠρωσίδα θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Πρώσος