Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πρωσσία οι Πρωσσίες
      γενική της Πρωσσίας των Πρωσσιών
    αιτιατική την Πρωσσία τις Πρωσσίες
     κλητική Πρωσσία Πρωσσίες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πρωσσία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Prusse + -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾoˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρωσ‐σί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πρωσσία θηλυκό

  • μη απλοποιημένη γραφή του Πρωσία
    ※  Ο Βίσμαρκ εργάσθηκε για την ενοποίηση, υπό την Πρωσσία, των γερμανικών κρατών. (Άλκης Δερβισιώτης, Η έννοια της Κυβέρνησης, (Αθήνα: Σάκκουλας, 2019), σελ. 137)