Δείτε επίσης: πειραϊκός

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πειραϊκός Πειραϊκή τὸ Πειραϊκόν
      γενική τοῦ Πειραϊκοῦ τῆς Πειραϊκῆς τοῦ Πειραϊκοῦ
      δοτική τῷ Πειραϊκ τῇ Πειραϊκ τῷ Πειραϊκ
    αιτιατική τὸν Πειραϊκόν τὴν Πειραϊκήν τὸ Πειραϊκόν
     κλητική ! Πειραϊκέ Πειραϊκή Πειραϊκόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Πειραϊκοί αἱ Πειραϊκαί τὰ Πειραϊκᾰ́
      γενική τῶν Πειραϊκῶν τῶν Πειραϊκῶν τῶν Πειραϊκῶν
      δοτική τοῖς Πειραϊκοῖς ταῖς Πειραϊκαῖς τοῖς Πειραϊκοῖς
    αιτιατική τοὺς Πειραϊκούς τὰς Πειραϊκᾱ́ς τὰ Πειραϊκᾰ́
     κλητική ! Πειραϊκοί Πειραϊκαί Πειραϊκᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Πειραϊκώ τὼ Πειραϊκᾱ́ τὼ Πειραϊκώ
      γεν-δοτ τοῖν Πειραϊκοῖν τοῖν Πειραϊκαῖν τοῖν Πειραϊκοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Πειραϊκός < Πειρα(εύς) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

Πειραϊκός, -ή, -όν

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πειραϊκός οἱ Πειραϊκοί
      γενική τοῦ Πειραϊκοῦ τῶν Πειραϊκῶν
      δοτική τῷ Πειραϊκ τοῖς Πειραϊκοῖς
    αιτιατική τὸν Πειραϊκόν τοὺς Πειραϊκούς
     κλητική ! Πειραϊκέ Πειραϊκοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πειραϊκώ
γεν-δοτ τοῖν  Πειραϊκοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πειραϊκός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου Πειραϊκός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πειραϊκός αρσενικό