↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πειραεύς οἱ Πειραεῖς - Πειραῆς*
      γενική τοῦ Πειραέως
Πειραῶς
τῶν Πειραέων
Πειραῶν
      δοτική τῷ Πειραεῖ τοῖς Πειραεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Πειραέ
Πειρα
τοὺς Πειραέᾱς
Πειραᾶς
     κλητική ! Πειραεῦ Πειραεῖς - Πειραῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πειρα1 ή Πειραεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Πειραέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Πειραεύς < Πειραιεύς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πειραεύς αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Πειραεύς αρσενικό