Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πασαλιμάνι τα Πασαλιμάνια
      γενική του Πασαλιμανιού των Πασαλιμανιών
    αιτιατική το Πασαλιμάνι τα Πασαλιμάνια
     κλητική Πασαλιμάνι Πασαλιμάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πασαλιμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική Paşalimanı < paşa + liman. Μορφολογικά, πασά(ς) + λιμάνι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.sa.liˈma.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐σα‐λι‐μά‐νι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πασαλιμάνι ουδέτερο

  1. ονομασία λιμανιών που βρίσκονταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
  2. λιμάνι του Πειραιά

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία