Πασαλιμάνι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πασαλιμάνι | τα | Πασαλιμάνια |
γενική | του | Πασαλιμανιού | των | Πασαλιμανιών |
αιτιατική | το | Πασαλιμάνι | τα | Πασαλιμάνια |
κλητική | Πασαλιμάνι | Πασαλιμάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πασαλιμάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική Paşalimanı < paşa + liman. Μορφολογικά, πασά(ς) + λιμάνι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.sa.liˈma.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐σα‐λι‐μά‐νι
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πασαλιμάνι ουδέτερο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ναύσταθμος Πασαλιμάνι (Αλβανία) στη Βικιπαίδεια
- Paşalimanı Adası (Τουρκία) στην τουρκική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πασαλιμάνι