πασαλιμανιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πασαλιμανιώτικος < Πασαλιμανιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.sa.li.maˈɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐σα‐λι‐μα‐νιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαπασαλιμανιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με το Πασαλιμάνι ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πασαλιμανιώτικος
|