Πασαλιμανιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πασαλιμανιώτισσα < Πασαλιμανιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.sa.li.maˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐σα‐λι‐μα‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠασαλιμανιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Πασαλιμανιώτης
- ※ Βρε Πασαλιμανιώτισσα, / τσαχπίνα ζωντοχήρα / πως μ’ έριξε στα χέρια σου / η άτιμή μου μοίρα. (Πασαλιμανιώτισσα, στίχοι-μουσική: Παναγιώτης Τούντας, εκτέλεση: Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Πολίτισσα))
Συγγενικά
επεξεργασία- πασαλιμανιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Πασαλιμάνι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Πασαλιμανιώτης
Πασαλιμανιώτισσα
|