Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πάρνηθα οι Πάρνηθες
      γενική της Πάρνηθας
    αιτιατική την Πάρνηθα τις Πάρνηθες
     κλητική Πάρνηθα Πάρνηθες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη της Πάρνηθας από τη Νέα Φιλαδέλφεια.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Πάρνηθα < αρχαία ελληνική Πάρνης, γενική Πάρνηθος[1], από την αιτιατική «τὴν Πάρνηθα»

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpaɾ.ni.θa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πάρ‐νη‐θα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Πάρνηθα θηλυκό

  • βουνό της Αττικής
    ※  Κάθε πρωῒ ἐζητοῦσα τριγύρω μου, κάτι ἐζητοῦσα. Ἐζητοῦσα τὸν Ὑμηττὸν καὶ ἐζητοῦσα τὴν Πάρνηθα καὶ ὅπου ἐλεύκαζε σύννεφον εἰς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος ἐνόμιζα ὅτι ἀστράπτει τὸ μάρμαρον τῆς Πεντέλης. (Παύλος Νιρβάνας, Μαυροβούνιο, 1899)
    ※  Τώρα ἐγώ, ποὺ ἤμουν ἕνα ἐλατάκι στὴν Πάρνηθα, στέκω μονάχο, στὴν ἔρημη σάλα, στολισμένο ἀκόμα μὲ τὰ χρυσόχαρτα, καὶ καρτερῶ ὑπομονετικὰ τὴ μοῖρα μου. (Στέφανος Δάφνης, Το έλατο, στο περιοδικό Νέα Εστία τχ. 312 (Χριστούγεννα 1939), τόμ. ΚΣΤ, σελ. 34)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Πάρνηθα