Μαράσλειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μαράσλειο | τα | Μαράσλεια |
γενική | του | Μαράσλειου & Μαρασλείου |
των | Μαράσλειων & Μαρασλείων |
αιτιατική | το | Μαράσλειο | τα | Μαράσλεια |
κλητική | Μαράσλειο | Μαράσλεια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαράσλειο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαράσλειος (εννοείται το ουσιαστικό διδασκαλείο, σχολείο) < από το επώνυμο του δωρητή Μαρασλ(ής) + -ειο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈɾa.zli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρά‐σλει‐ο
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαράσλειο ουδέτερο
- (επωνυμία) ονομασία διδασκαλείου στην Αθήνα καθώς και κτιρίων σε άλλες πόλεις
- ※ Το 1933 ιδρύθηκε η Μαράσλειος Παιδαγωγική Ακαδημία, η οποία έκτοτε λειτουργεί με ενδιάμεσες διακοπές μέχρι και σήμερα ως Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης (Διαδρομή στην ιστορία της Αθήνας, (Αθήνα: Ερευνητές, 2005), σελ. 196)
- (κατ’ επέκταση) το όνομα σχολείου μ' αυτήν την ονομασία
- ⮡ Ήμασταν συμμαθητές στο Δημοτικό, στο Μαράσλειο.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μαρασλής