Μαρασλής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαρασλής < (άμεσο δάνειο) τουρκική Maraşlı (πατριδωνυμικό) < Maraş + lı
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ɾaˈslis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρα‐σλής
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαρασλής αρσενικό (θηλυκό Μαρασλή)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Γρηγόριος Μαρασλής στη Βικιπαίδεια (1831-1907), έμπορος, πολιτικός και ευεργέτης
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202