Μαράσλειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαράσλειος | οι | Μαράσλειοι |
γενική | της | Μαρασλείου | των | Μαρασλείων |
αιτιατική | τη | Μαράσλειο | τις | Μαρασλείους |
κλητική | Μαράσλειε | Μαράσλειοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαράσλειος < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαράσλειος (εννοείται το ουσιαστικό σχολή) < από το επώνυμο του δωρητή Μαρασλ(ής) + -ειος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈɾa.zli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρά‐σλει‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαράσλειος θηλυκό
- (επωνυμία) ονομασία σχολής σε διάφορες πόλεις μεταξύ των οποίων η Κωνσταντινούπολη, η Φιλιππούπολη και η Αθήνα
- ※ Όσον αφορά τη Μαράσλειο Αστική Σχολή, λειτούργησε το 1905 δίπλα στο Πατριαρχείο, για να καλύψει τις ανάγκες των κατοίκων που ζούσαν στα παράλια. (Σάββας Τσιλένης, «Φανάρι», 2008, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μαρασλής