Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φιλιππούπολη οι Φιλιππουπόλεις
      γενική της Φιλιππούπολης* των Φιλιππουπόλεων
    αιτιατική τη Φιλιππούπολη τις Φιλιππουπόλεις
     κλητική Φιλιππούπολη Φιλιππουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Φιλιππουπόλεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φιλιππούπολη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Φιλιππούπολις, από το όνομα του ιδρυτή της Φιλίππου του Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δείτε και Σημειώσεις. Συγχρονικά αναλύεται σε Φίλιππος στη γενική ενικού Φιλίππου + -πολη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.liˈpu.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φι‐λιπ‐πού‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Φιλιππούπολη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία