ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Φιλιππούπολῐς
      γενική τῆς Φιλιππουπόλεως
      δοτική τῇ Φιλιππουπόλει
    αιτιατική τὴν Φιλιππούπολῐν
     κλητική ! Φιλιππούπολῐ
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φιλιππούπολις < Φίλιππος, στη γενική Φιλίππου + -πολις,από το όνομα του ιδρυτή της Φιλίππου του Β΄ (πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου) ονομασία που δόθηκε αργότερα, τον 2ο αιώνα. Δείτε και #Σημειώσεις [1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φιλιππούπολις θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 1,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Θεόπομπος, ιστορικός, 107. Πλούταρχος, 2.520b.