Μαλακόστρακα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Μαλακόστρακα | ||
γενική | των | Μαλακόστρακων & Μαλακοστράκων | ||
αιτιατική | τα | Μαλακόστρακα | ||
κλητική | Μαλακόστρακα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Μαλακόστρακα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαλακόστρακος στον πληθυντικό, λόγιο ενδογενές δάνειο: Malacostraca < αρχαία ελληνική μαλακόστρακος < μαλακός + ὄστρακον
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Μαλακόστρακα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - ομοταξία: υδρόβια Αρθροπόδα, ζώα που έχουν σχετικά μαλακό κέλυφος (όπως αστακός, γαρίδα, καραβίδα) και ανήκουν στην υποσυνομοταξία των Καρκινοειδών
- Μαλακόστρακα στο species.wikimedia.org
- Μαλακόστρακα στο species.wikimedia.org
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Μαλακόστρακα