Δείτε επίσης: μαλακόστρακα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Μαλακόστρακα
      γενική των Μαλακόστρακων
Μαλακοστράκων
    αιτιατική τα Μαλακόστρακα
     κλητική Μαλακόστρακα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαλακόστρακα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μαλακόστρακος στον πληθυντικό, λόγιο ενδογενές δάνειο: Malacostraca < αρχαία ελληνική μαλακόστρακος < μαλακός + ὄστρακον

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαλακόστρακα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία