Μέντωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μέντωρ | οι | Μέντορες |
γενική | του | Μέντορος | των | Μεντόρων |
αιτιατική | τον | Μέντορα | τους | Μέντορες |
κλητική | Μέντορ | Μέντορες | ||
Συνήθως στον ενικό. Δείτε και το νεότερο «Μέντορας» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΜέντωρ αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Μεντωρ-, Μεντορ- | |||||
ονομαστική | ὁ | Μέντωρ | οἱ | Μέντορες | |
γενική | τοῦ | Μέντορος | τῶν | Μεντόρων | |
δοτική | τῷ | Μέντορῐ | τοῖς | Μέντορσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Μέντορᾰ | τοὺς | Μέντορᾰς | |
κλητική ὦ! | Μέντορ | Μέντορες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μέντορε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Μεντόροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μέντωρ, ήδη ομηρικό < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜέντωρ, -ορος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- (ελληνική μυθολογία) μυθικό πρόσωπο της Οδύσσειας· έμπιστος φίλος του Οδυσσέα, σύμβουλος και καθοδηγητής του Τηλέμαχου
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Μέντωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.