Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μέντορας οι Μέντορες
      γενική του Μέντορα των Μεντόρων
    αιτιατική τον Μέντορα τους Μέντορες
     κλητική Μέντορα Μέντορες
Δείτε και Μέντωρ.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μέντορας < μέντορας < αρχαία ελληνική Μέντωρ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmen.do.ɾas/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μέντορας αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) → δείτε τις λέξεις Μέντωρ και μέντορας
  3. ανδρικό επώνυμο

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία