Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λύσανδρος οι Λύσανδροι
      γενική του Λύσανδρου
Λυσάνδρου
των Λύσανδρων
Λυσάνδρων
    αιτιατική τον Λύσανδρο τους Λύσανδρους
Λυσάνδρους
     κλητική Λύσανδρε Λύσανδροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λύσανδρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Λύσανδρος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λύσανδρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λύσανδρος οἱ Λύσανδροι
      γενική τοῦ Λυσάνδρου τῶν Λυσάνδρων
      δοτική τῷ Λυσάνδρ τοῖς Λυσάνδροις
    αιτιατική τὸν Λύσανδρον τοὺς Λυσάνδρους
     κλητική ! Λύσανδρε Λύσανδροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λυσάνδρω
γεν-δοτ τοῖν  Λυσάνδροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λύσανδρος, ήδη ομηρικό < λύω, λῡσ- + ἀνήρ, ἀνδρ- + -ος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λύσανδρος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία