Λύσανδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λύσανδρος | οι | Λύσανδροι |
γενική | του | Λύσανδρου & Λυσάνδρου |
των | Λύσανδρων & Λυσάνδρων |
αιτιατική | τον | Λύσανδρο | τους | Λύσανδρους & Λυσάνδρους |
κλητική | Λύσανδρε | Λύσανδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λύσανδρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Λύσανδρος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λύσανδρος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λύσανδρος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Λύσανδρος | οἱ | Λύσανδροι |
γενική | τοῦ | Λυσάνδρου | τῶν | Λυσάνδρων |
δοτική | τῷ | Λυσάνδρῳ | τοῖς | Λυσάνδροις |
αιτιατική | τὸν | Λύσανδρον | τοὺς | Λυσάνδρους |
κλητική ὦ! | Λύσανδρε | Λύσανδροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Λυσάνδρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Λυσάνδροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λύσανδρος αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Λύσανδρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Λύσανδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.