Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Λουσία
      γενική της Λουσίας
    αιτιατική τη Λουσία
     κλητική Λουσία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λουσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Λουσία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /luˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λου‐σί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λουσία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Λουσί αἱ Λουσίαι
      γενική τῆς Λουσίᾱς τῶν Λουσιῶν
      δοτική τῇ Λουσί ταῖς Λουσίαις
    αιτιατική τὴν Λουσίᾱν τὰς Λουσίᾱς
     κλητική ! Λουσί Λουσίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Λουσί
γεν-δοτ τοῖν  Λουσίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λουσία < Λούσι(ος) +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λουσία θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα, θηλυκό του Λούσιος
  2. προσωνυμία της θεάς Δήμητρας στην Αρκαδία (που αγαπά τα λουτρά)
  3. δήμος των Αθηνών (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λούω

  Πηγές επεξεργασία