ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λοῦσῐς αἱ λούσεις
      γενική τῆς λούσεως τῶν λούσεων
      δοτική τῇ λούσει ταῖς λούσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λοῦσῐν τὰς λούσεις
     κλητική ! λοῦσῐ λούσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λούσει
γεν-δοτ τοῖν  λουσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λοῦσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική λούω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοῦσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λούω