Κρητιδικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κρητιδικός < κρητίδα (κιμωλία) (ο διεθνής όρος Cretaceous προέρχεται από τη λατινική λέξη για την κιμωλία)
Επίθετο
επεξεργασίαΚρητιδικός, -ή, ό
- σχετικός με την Κρητιδική περίοδο που συμβολίζεται διεθνώς και με το κεφαλαίο Κ από τη γερμανική μετάφραση -το διάστημα 65 έως 145 εκατομμυρίων ετών από την παρούσα εποχή. Είναι υποσύνολο του Μεσοζωικού γεωλογικού αιώνα και με τη σειρά της χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους, την Πρώιμη και Ύστερη Κρητιδική υποπερίοδο