Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κινόστερνο τα Κινόστερνα
      γενική του Κινόστερνου των Κινόστερνων
    αιτιατική το Κινόστερνο τα Κινόστερνα
     κλητική Κινόστερνο Κινόστερνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κινόστερνο < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Kinosternon

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Κινόστερνο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • Κινόστερνον (καθαρεύουσα)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η λέξη δε φαίνεται να έχει ιδιαίτερη διάδοση/χρήση

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 14 (Αθήνα: Πυρσός, 1930), σ. 439, λήμμα «κινόστερνον».
  • Ο θαυμαστός κόσμος των ζώων, τόμ. 8 (Αθήνα: Τεγόπουλος-Νίκας, 1973) σ. 209.
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.