Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κερασιά οι Κερασιές
      γενική της Κερασιάς των Κερασιών
    αιτιατική την Κερασιά τις Κερασιές
     κλητική Κερασιά Κερασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Κερασιά < καθαρεύουσα Κερασέα → δείτε και τη λέξη κερασιά

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐ρα‐σιά

  Κύριο όνομα Επεξεργασία

Κερασιά θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Άλλες μορφές Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία