Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐ρα‐σιώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κερασιώτης οι Κερασιώτες
      γενική του Κερασιώτη των Κερασιωτών
    αιτιατική τον Κερασιώτη τους Κερασιώτες
     κλητική Κερασιώτη Κερασιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κερασιώτης < Κερασ(ιά) ή Κερασ(ιές) + -ιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κερασιώτης αρσενικό (θηλυκό Κερασιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κερασιώτης οι Κερασιώτηδες
      γενική του Κερασιώτη* των Κερασιώτηδων
    αιτιατική τον Κερασιώτη τους Κερασιώτηδες
     κλητική Κερασιώτη Κερασιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Κερασιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κερασιώτης < πατριδωνυμικό Κερασιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κερασιώτης αρσενικό (θηλυκό Κερασιώτη ή Κερασιώτου)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]