κερασιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κερασιώτικος < Κερασιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐σιώ‐τι‐κος
Επίθετο επεξεργασία
κερασιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κερασιώτικος
|