Καρυστία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καρυστία | ||
γενική | της | Καρυστίας | ||
αιτιατική | την | Καρυστία | ||
κλητική | Καρυστία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καρυστία < Μορφολογικά αναλύεται σε Κάρυστ(ος) + -ία• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾiˈsti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρυ‐στί‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καρυστία θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Κάρυστος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Καρυστίᾱ | αἱ | Καρυστίαι |
γενική | τῆς | Καρυστίᾱς | τῶν | Καρυστιῶν |
δοτική | τῇ | Καρυστίᾳ | ταῖς | Καρυστίαις |
αιτιατική | τὴν | Καρυστίᾱν | τὰς | Καρυστίᾱς |
κλητική ὦ! | Καρυστίᾱ | Καρυστίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καρυστίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Καρυστίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καρυστία < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καρυστία θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press