Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Καρυστία
      γενική της Καρυστίας
    αιτιατική την Καρυστία
     κλητική Καρυστία
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση της επαρχίας Καρυστίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρυστία < Μορφολογικά αναλύεται σε Κάρυστ(ος) + -ία• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾiˈsti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρυ‐στί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρυστία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καρυστί αἱ Καρυστίαι
      γενική τῆς Καρυστίᾱς τῶν Καρυστιῶν
      δοτική τῇ Καρυστί ταῖς Καρυστίαις
    αιτιατική τὴν Καρυστίᾱν τὰς Καρυστίᾱς
     κλητική ! Καρυστί Καρυστίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καρυστί
γεν-δοτ τοῖν  Καρυστίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρυστία < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρυστία θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία