Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Καρπάθια
      γενική των Καρπαθίων
    αιτιατική τα Καρπάθια
     κλητική Καρπάθια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η οροσειρά Τάτρα στα Καρπάθια

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καρπάθια < εννοείται όρη λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaɾˈpa.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καρ‐πά‐θι‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καρπάθια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία