Καραδεμιρτζόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Καραδεμιρτζόγλου | οι | Καραδεμιρτζόγλοι & Καραδεμιρτζογλαίοι |
οι | Καραδεμιρτζόγλου |
γενική | του/της | Καραδεμιρτζόγλου | των | Καραδεμιρτζόγλων & Καραδεμιρτζογλαίων |
των | Καραδεμιρτζόγλου |
αιτιατική | τον/την | Καραδεμιρτζόγλου | τους | Καραδεμιρτζόγλους & Καραδεμιρτζογλαίους |
τους/τις | Καραδεμιρτζόγλου |
κλητική | Καραδεμιρτζόγλου | Καραδεμιρτζόγλοι & Καραδεμιρτζογλαίοι |
Καραδεμιρτζόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καραδεμιρτζόγλου < (άμεσο δάνειο) τουρκική kara (μαύρος) + (άμεσο δάνειο) τουρκική demir (σίδερο) + -όγλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαραδεμιρτζόγλου αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- Καραδεμήρης (επώνυμο)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Καραδεμιρτζόγλου σελ.123 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.