Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καπιτώλιο τα Καπιτώλια
      γενική του Καπιτώλιου
Καπιτωλίου
των Καπιτώλιων
Καπιτωλίων
    αιτιατική το Καπιτώλιο τα Καπιτώλια
     κλητική Καπιτώλιο Καπιτώλια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καπιτώλιο
1. < λατινική Capitolium < caput
2. < αγγλική Capitol

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καπιτώλιο ουδέτερο

  1. (ιστορία) (αρχαία Ρώμη) λόφος της πόλης, η ακρόπολη, όπου είχαν χτιστεί διάφορα κτήρια (ναοί κ.ά.)
  2. κτήριο στην Ουάσιγκτον, στο οποίο συνέρχεται το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία