κογκρέσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κογκρέσο | τα | κογκρέσα |
γενική | του | κογκρέσου | των | κογκρέσων |
αιτιατική | το | κογκρέσο | τα | κογκρέσα |
κλητική | κογκρέσο | κογκρέσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κογκρέσο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακογκρέσο ουδέτερο
- το σώμα που ασκεί τη νομοθετική εξουσία στις ΗΠΑ, αποτελούμενο από τη βουλή και τη γερουσία