↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κογκρέσο τα κογκρέσα
      γενική του κογκρέσου των κογκρέσων
    αιτιατική το κογκρέσο τα κογκρέσα
     κλητική κογκρέσο κογκρέσα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κογκρέσο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κογκρέσο ουδέτερο

  • το σώμα που ασκεί τη νομοθετική εξουσία στις ΗΠΑ, αποτελούμενο από τη βουλή και τη γερουσία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία