congress
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
congress | congresses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcongress (en)
- το συνέδριο, επίσημη συνάντηση
- ομοσπονδία οργανώσεων με κοινούς στόχους
- το κογκρέσο των ΗΠΑ
ενικός | πληθυντικός |
congress | congresses |
congress (en)