ενικός         πληθυντικός  
congress congresses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

congress (en)

  1. το συνέδριο, επίσημη συνάντηση
    ⮡  an international medical congress - ένα διεθνές ιατρικό συνέδριο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη meeting
  2. ομοσπονδία οργανώσεων με κοινούς στόχους
  3. το κογκρέσο των ΗΠΑ