Ινδοευρωπαίος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Ινδοευρωπαίος < Ινδός + -ο- + Ευρωπαίος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική indo-européen[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Indo-European[2])
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Ινδοευρωπαίος αρσενικό (θηλυκό Ινδοευρωπαία)
- (εθνικό όνομα, γλωσσολογία) που ανήκε στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομοεθνία, που μιλούσε μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα
Επεξεργασία
- Ινδοευρωπαία
- ινδοευρωπαϊκή
- ινδοευρωπαϊκή γλώσσα
- ινδοευρωπαϊκός
- πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
- πρωτοϊνδοευρωπαϊκός
- → δείτε τις λέξεις Ινδός και Ευρώπη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ινδοευρωπαίος
- ↑ «Ινδοευρωπαίος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Ο όρος προτάθηκε για πρώτη φορά στα 1813 από τον Thomas Young.