ομοεθνία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοεθνία < αρχαία ελληνική ὁμοεθνία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοεθνία θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- γλωσσική ομοεθνία: (γλωσσολογία) ένα σύνολο από γλώσσες συγγενικές μεταξύ τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοεθνία
|