Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Θησέας < αρχαία ελληνική Θησεύς

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /θiˈse.as/

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

 
Θησέας

Θησέας αρσενικό

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία