Δείτε επίσης: Ἑκάλη, Εκάτη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Εκάλη οι Εκάλες
      γενική της Εκάλης των Εκαλών
    αιτιατική την Εκάλη τις Εκάλες
     κλητική Εκάλη Εκάλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εκάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἑκάλη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈka.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ε‐κά‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εκάλη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. δήμος της αρχαίας Αθήνας
  3. προάστιο της Αθήνας
  4. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία