Εκάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εκάλη | ||
γενική | της | Εκάλης | ||
αιτιατική | την | Εκάλη | ||
κλητική | Εκάλη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εκάλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἑκάλη[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈka.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐κά‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕκάλη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Εκάλη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.