εκαλιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκαλιώτικος < Εκαλιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kaˈʎo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κα‐λιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαεκαλιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με την Εκάλη ή τους κατοίκους της
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκαλιώτικος
|