Δείτε επίσης: Εκάλη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Ἑκᾰλα-
ονομαστική Ἑκάλη αἱ Ἑκάλαι
      γενική τῆς Ἑκάλης τῶν Ἑκαλῶν
      δοτική τῇ Ἑκάλ ταῖς Ἑκάλαις
    αιτιατική τὴν Ἑκάλην τὰς Ἑκάλᾱς
     κλητική ! Ἑκάλη Ἑκάλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἑκάλ
γεν-δοτ τοῖν  Ἑκάλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἑκάλη < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἑκάλη [ᾰ] θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. δήμος των Αθηνών

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία