Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόταση οι υποτάσεις
      γενική της υπότασης* των υποτάσεων
    αιτιατική την υπόταση τις υποτάσεις
     κλητική υπόταση υποτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόταση < αρχαία ελληνική ὑπότασις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική hypotension)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόταση θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία