μαραφέτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαραφέτι | τα | μαραφέτια |
γενική | του | μαραφετιού | των | μαραφετιών |
αιτιατική | το | μαραφέτι | τα | μαραφέτια |
κλητική | μαραφέτι | μαραφέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαραφέτι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική معرفت (maʼrifet, maʼrıfet) (τουρκική marifet) με αφομοίωση [a]-[i] > [a]-[a] < αραβική مَعْرِفَة (maʕrifa, γνώση) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.ɾaˈfe.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐ρα‐φέ‐τι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαραφέτι ουδέτερο
- (οικείο) αντικείμενο του οποίου δεν γνωρίζουμε ή δεν θυμόμαστε την ονομασία ή δεν θέλουμε να το ονομάσουμε
- ※ Όλοι στις στάσεις λεωφορείων κρατούν το μαραφέτι στο χέρι και ούτε καταδέχονται να πουν μια καλημέρα. (www.kathimerini.com.cy, 07.02.2022)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μαραφέτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας