Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λεξιλογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
λεξικολογικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λεξιλογικ
ός
η
λεξιλογικ
ή
το
λεξιλογικ
ό
γενική
του
λεξιλογικ
ού
της
λεξιλογικ
ής
του
λεξιλογικ
ού
αιτιατική
τον
λεξιλογικ
ό
τη
λεξιλογικ
ή
το
λεξιλογικ
ό
κλητική
λεξιλογικ
έ
λεξιλογικ
ή
λεξιλογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λεξιλογικ
οί
οι
λεξιλογικ
ές
τα
λεξιλογικ
ά
γενική
των
λεξιλογικ
ών
των
λεξιλογικ
ών
των
λεξιλογικ
ών
αιτιατική
τους
λεξιλογικ
ούς
τις
λεξιλογικ
ές
τα
λεξιλογικ
ά
κλητική
λεξιλογικ
οί
λεξιλογικ
ές
λεξιλογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λεξιλογικός
<
λεξιλόγ(ιο)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
λεξιλογικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με το
λεξιλόγιο
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
λεξιλόγιο
,
λέξη
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεξιλογικός
αγγλικά
:
lexical
(en)