Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λάκτισμα τα λακτίσματα
      γενική του λακτίσματος των λακτισμάτων
    αιτιατική το λάκτισμα τα λακτίσματα
     κλητική λάκτισμα λακτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάκτισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λάκτισμα[1] < λακτίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈla.kti.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐κτι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λάκτισμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία