λάκτισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λάκτισμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λάκτισμα[1] < λακτίζω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈla.kti.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐κτι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λάκτισμα ουδέτερο
- (λόγιο) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λακτίζω
- ※ Ἐπέταξε, μὲ λάκτισμα τῶν ποδῶν πρὸς τὰ ὀπίσω, τὰς φθαρμένας ἐμβάδας, «τὰ παλιοκατσάρια της», καὶ ξυπόλητη ἀνερριχήθη ἐπάνω εἰς τὸν κρημνόν. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φόνισσα, Κεφάλαιο ΙΣΤ, 1903)
Συνώνυμα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
- εναρκτήριο λάκτισμα:
- η πρώτη κλοτσιά στη μπάλα, για να ξεκινήσει ένας αγώνας ποδοσφαίρου
- (μεταφορικά) η έναρξη μιας διαδικασίας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λακτίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λάκτισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας