Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκαΐνη οι κοκαΐνες
      γενική της κοκαΐνης των κοκαϊνών
    αιτιατική την κοκαΐνη τις κοκαΐνες
     κλητική κοκαΐνη κοκαΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοκαΐνη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kokain < Koka (< κέτσουα kuka (το φυτό κόκα)) + -in (-ίνη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοκαΐνη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία